- φιδοκυλώ
- (α) αμετ. ползти как змея
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φιδοκυλώ — Ν σέρνομαι με την κοιλιά σαν φίδι, φιδοσέρνομαι … Dictionary of Greek
φιδοκύλισμα — το, Ν [φιδοκυλώ] η ενέργεια τού φιδοκυλώ … Dictionary of Greek